- μαστόρισσα
- η (Μ μαστόρισσα) [μάστορας]νεοελλ.1. η σύζυγος τού μάστορα2. γυναίκα τών σκηνιτών σιδηρουργών, τών γύφτων, γύφτισσα3. μοδίστρα4. γυναίκα έξυπνη και προικισμένη με μεγάλη δεξιοτεχνία για ορισμένα κατασκευάσματα ή για ορισμένες ενέργειες, γυναίκα επιδέξια, ικανή τεχνίτρα («αυτή η γυναίκα είναι μαστόρισσα στα γλυκά»)μσν.1. γυναίκα πανούργα, πολυμήχανη2. κακόφημη γυναίκα, πόρνη3. λεγόταν ως προσφώνηση γυναικών τών λαϊκών τάξεων.
Dictionary of Greek. 2013.